-
1 περισείρια
περισείρια· τὰ πλάγια τῆς γλώττης, Hsch.; cf.Aπαράσειρος 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισείρια
См. также в других словарях:
περισείρια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πλάγια τής γλώττης». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σειρά (πρβλ. παρά σειρα «οι κοιλότητες τού στόματος στις δύο πλευρές τής γλώσσας»)] … Dictionary of Greek